επαγωγέας

επαγωγέας
ο (Α ἐπαγωγεύς)
νεοελλ.
σύστημα που χρησιμεύει για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου σε μηχανές παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος
βλ. επάγον
αρχ.
1. στρώμα πηλού πάνω σε τοίχο
2. στον πληθ. αυτοί που εισάγουν τις μηνιαίες δίκες («οἱ τάς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες
ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί», Πολύδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαγωγέας — ο (φυσ.), σύστημα που παράγει μαγνητικό πεδίο σε μηχανές παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από επαγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ταυτόχρονα σε μαγνητικά και ηλεκτρικά φαινόμενα 2. φρ. «μαγνητοηλεκτρική μηχανή» μηχανή τής οποίας ο επαγωγέας αποτελείται από μόνιμο μαγνήτη …   Dictionary of Greek

  • οργανωτής — ο, θηλ. οργανώτρια 1. αυτός που οργανώνει, αυτός που πραγματοποιεί την οργάνωση, διοργανωτής 2. βιολ. α) το μεσενδοδερμικό τμήμα τού ραχιαίου χείλους τού βλαστοπόρου κατά το στάδιο τού γαστριδίου στο έμβρυο τού βατράχου, αλλ. πρωταρχικός… …   Dictionary of Greek

  • δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”